ξυστρίζω — [ξυστρι] ξύνω το τρίχωμα τών ζώων, ιδίως τών υποζυγίων, με ξυστρί, καθαρίζω με το ξυστρί … Dictionary of Greek
αξύστριστος — η, ο (για υποζύγια) αυτός που δεν τον ξύστρισαν, που δεν τον καθάρισαν με ξυστρί … Dictionary of Greek
ξύστρισμα — το [ξυστρίζω] καθαρισμός τού τριχώματος τών ζώων, ιδίως τών υποζυγίων, με ξυστρί … Dictionary of Greek
σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… … Dictionary of Greek
στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι … Dictionary of Greek
ψήκτρα — η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, ίδος, Α εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως τού τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί νεοελλ. 1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα 2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα,… … Dictionary of Greek
ψήξις — ήξεως, ἡ, Α [ψήχω] (σχετικά με άλογο) ξύσιμο με ψήκτρα, ξυστρί … Dictionary of Greek
αξύστριστος — η, ο αυτός που δεν ξύστηκε με το ξυστρί (για άλογα και μουλάρια): Είχαν αφήσει το άλογο αξύστριστο και καταπιάστηκε εκείνος να το ξυστρίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)